- αἰσχίστην
- αἰσχρόςcausing shamefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεσσαράκοντα παρά μίαν — Όρος με τον οποίο είναι γνωστή μια καθαρά εβραϊκή τιμωρία για την οποία γράφει και το Δευτερονόμιο (κε, 2). Ο Ιώσηπος τη χαρακτηρίζει τιμωρίαν αισχίστην. Επειδή η τιμωρία αυτή ήταν μαστίγωση (40 μαστιγώσεις) και ο εκτελεστής της, σε περίπτωση που … Dictionary of Greek